Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η θανατική ποινή

  • 1 казнь

    казнь ж η εκτέλεση смерт ная \казнь η θανατική ποινή
    * * *
    ж
    η εκτέλεση

    сме́ртная казнь — η θανατική ποινή

    Русско-греческий словарь > казнь

  • 2 расстрелять

    1. (подвергнуть казни, лишить жизни) εκτελώ τη θανατική ποινή διά πυροβολισμού (από το εκτελεστικό απόσπασμα) 2. (подвергнуть сильному обстрелу, нанести поражение) πυροβολώ, σκοτώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстрелять

  • 3 смертный

    смертн||ый
    прил
    1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:
    \смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·
    2. (подверонхнный смерти) θνητός:
    человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·
    3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:
    \смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·
    4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:
    \смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:
    простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός.

    Русско-новогреческий словарь > смертный

См. также в других словарях:

  • θανατική ποινή — (Νομ.). Η εσχάτη των ποινών στο δικαιοδοτικό σύστημα, που επιβάλλεται σε ιδιαίτερες κακουργηματικές πράξεις. Στη χώρα μας, η θ.π., αν και είχε καταργηθεί πολύ νωρίτερα στην πράξη, τελικά με το άρθρο 1 παράγραφος 12β του ν. 2207/94 καταργήθηκε και …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • καρατομώ — (Α καρατομώ, έω) [καρατόμος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω νεοελλ. (νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό …   Dictionary of Greek

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»